Πέμπτη 11 Αυγούστου 2011


ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΜΑΣ ΦΙΛΟΙ ( ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΦΥΓΑΝ )

ΕΝΑ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ ΛΕΝΑΣ ΔΙΒΑΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ.ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΡΙΧΝΕΙ ΜΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΚΗ ΜΑΤΙΑ ΣΤΙΣ ΦΙΛΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΚΩΝ ΜΑΣ ΧΡΟΝΩΝ ΠΟΥ <<ΣΚΟΥΡΙΑΖΟΥΝ>> ΣΑΝ ΤΑ ΓΡΑΝΑΖΙΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ......

Περιμένεις τη δεύτερη προβολή στο Δαναό και ξαφνικά την βλέπεις.Έχουν περάσει χρόνια από τότε που την είδες για τελευταία φορά.Κάποτε δεν περνούσε ούτε μέρα που να μην ακούσεις την φωνή της.<<Μα έρωτα έχετε>>,μουρμούριζε η μαμά σου, <<τι στο καλό λέτε τόσες ώρες?>>

Φορούσε ταγιέρ λινό λιλά.Λιλά? Το σιχαινόσουν το λιλά,Μαράκι, <<ω, τι ευαίσθητος παλ ύπαρξις>>, χλεύαζες όσες κυκλοφορούσαν με πάστέλ αποχρώσεις.Και τα ταγιέρ τα σιχαινόσουν ,εδώ που τα λέμε, αλλά εντάξει , το ρούχο αυτό είναι το διαβατήριο στην ενήλικη ζωή μας.Με κοτλέ παντελόνια και σνίκερς πως να πείσεις τον προιστάμενο σου ότι αξίζεις τα λεφτά του?
Πάει να σε φιλήσει, αλλά κόβει την κίνηση μαχαίρι.Ποιό φιλί είναι τόσο δυνατό για να χτίσει μια γέφυρα πάνω από δέκα χρονια γκρεμούς?Όχι το δικό της.Ούτε το δικό σου.Όχι πια, δηλαδή.Τα αλλοτινά φιλιά σας ήταν σταχανοβίτες οικοδόμοι και έχτιζαν συνενοχή και γαλήνη και εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι τίποτα.
Απλώνεις το χέρι.Πάει ν ΄απλώσει κι αυτή το δικό της , αλλά κάνεις την έκπληξη. Την ακουμπάς στον ώμο.Όχι και χειραψία, Μαράκι, θυμήσου τα λόγια μου δεν θα φτάσουμε ποτέ εκεί.Το χέρι σου μένει έκθετο πάνω στο λιλά ώμο- ευτυχώς χωρίς βάτες, μόνο το λεπτό λινό μεσολαβεί από τότε μέχρι τώρα.Αν της έσκιζες το καλοραμμένο μανίκι, θα έβλεπες στην θέση της την ουλή.Κάτι σου λέει , μα δεν την ακούς.Είσαι πίσω στην παιδική χαρά της γειτονιάς σας, το χέρι της αιμοραγεί σκονισμένο, την κούναγες πολύ και την γκρεμοτσάκισες.Τώρα πως θα γυρίσετε σπίτι?Δεν πρόκειται να σας ξαναφήσουν να αλητεύεται μόνες σας στο πάρκο.Την αφήνεις εκεί να κλαψουρίζει για την γκαντεμιά της και αρχίζεις να χτυπάς πόρτες στην γειτονιά.Λίγο ιώδιο έχετε?Ένα χανζαπλάστ?Τελικά ψαρεύεις και μια μανούλα, που ανέλαβε να περιποιηθεί την πληγή.Αυτή φώναζε γιατί το ιώδιο έτσουζε κι εσύ χαμογελούσες όλη την ώρα περήφανη.Πάλι καθάρισες στα δύσκολα.Έτσι θα γίνεται πάντα ,της έλεγες με το ενθαρρυντικό σου βλέμμα, θα είμαι το βάμμα ιωδίου σου , ποτέ δεν θα αφήσω την ζωή να σε μολύνει.
Την άφησες όμως.Κι αυτή σε άφησε να την αφήσεις.Λίγο εσύ και λίγο αυτή ,έτσι δεν χτίζεται πάντα η απόσταση?Στην αρχή έχεις το πλήρες ιστορικό της ασθενούς, ξέρεις όλα τα αδύνατα σημεία, τα μικρόβια που πάνε να εισβάλλουν τα τσακίζεις στην είσοδο.Ύστερα αρχίζουν να εμφανίζονται κάτι μικροοργανισμοί αγνώστων λοιπών στοιχείων που θέλουν να προσβάλουν τον ευαίσθητο οργανισμό της σχέσης σας.Έχασες αυτή τη φορά.Και θα συνεχίσεις να χάνεις στα χρόνια που έρχονται.Η άρρωστη είσαι τώρα εσύ,αλλά δεν ξέρεις σε ποιόν να κλαφτείς.Γι΄αυτό κάνεις ότι δεν τρέχει τίποτα και ότι χαίρεις άκρας υγείας.
Αυτό ακριβώς κάνεις και αυτή τη στιγμή.Καλά δόξα το Θεώ,απαντάς , ότι κι άν σε ρώτησε εκείνη.Η δουλειά καλά,ο Θανάσης καλά,πώς περνάς, καλά.Όλα καλά.Που είσαι , μάνα,να μας δείς , να ευχαριστηθεί επιτέλους η ψυχή σου.Τίποτα δεν έχουμε να πούμε, κατάλαβες τώρα?Όσο πιο πολλές ώρες περνάς μας κάποιον, όσο πιο πολλά μοιράζεσαι ,τόσο οι ώρες δεν σου φτάνουν για να του λές και τις τραβάς σαν τσίχλα.Η ζωή σου γεμίζει αποχρώσεις προς διαλεύκανση και σκοτεινές πτυχές προς ανάλυση.Δέν είναι μαγικό κόλπο μαμά είναι η ζωή.Πολλά της δίνεις,πολλά σου δίνει.Λίγα της δίνεις, το απόλυτο τίποτα σου επιστρέφει για να μάθεις να είσαι τσιγκούνης με τις ζωές των άλλων.Κι αυτό το τίποτα πονάει χίλιες φορές χειρότερα κι από πληγή στον ώμο κι από γρατσουνισμένο αστράγαλο.Κι ούτε που κρύβεται με χανζαπλάστ και τέτοια φτηνά κόλπα.
Πότε κουρεύτηκες?>>τη ρωτάς τελικά.Τι βλακεία ,Παναγίτσα μου, τι βλακεία...Θα καταλάβει άραγε τη μετάφραση ή είναι πολύ αργά?Πότε κουρεύτηκες πάει να πεί τι σε στεναχώρησε και τιμώρησες τα υπέροχα μαλλιά σου?Άρχισες να αλλάζεις μαλλιά αντί να αλλάζεις ζωή? Γιατί δεν με πήρες μαζί να μιλάμε στο κομμωτήριο κρυπτογραφικά ,για να μην καταλαβαίνει ο Ζόρζ?
<<Ου ,τέσσερα χρόνια λέει αυτή και αμήχανη και χαιδευει για ένα λεπτό τα μαλλιά της.Χαμογελάει.Ειρωνικά ή είναι ιδέα σου.Τρομάζεις.Δεν κατάλαβε, θα σε περάσει για χαζή που τη βλέπεις μετά από αιώνες και το μόνο που βρήκες να ρωτήσεις είναι πότε κουρεύτηκες.Θα νομίζει ότι μεταλλάχτηκες σε ένα απ΄αυτά τα lifestyle ρομποτοειδή που κυκλοφορούν αναμεσά μας.<<Σε κανέναν δέν αρέσουν>>, λέει τελικά με κάτι που μοιάζει με παράλογη περηφάνια και ένα βλέμμα παλιό όλο δικό σου.Η καρδιά σου χτυπάει γρηγορότερα.Θυμάσαι το φουστάνι που δεν άρεσε σε κανέναν κι αυτή το φορούσε συνέχεια πεισματάρικα γιατί καθόλου δεν ήθελε να είναι ό,τι ήθελαν οι άλλοι.Καλώς όρισες, εδώ ήσουν και δεν σε έβλεπα η στραβή, καλώς όρισες.Τα μάτια μου φταίνε και η πίστη μου η αδύνατη ,όχι εσύ.
Τα φώτα σβήνουν κι ο κόσμος τρέχει να καθήσει.Το έργο αρχίζει.
<<Λοιπόν ,χάρηκα πολύ....>>ψελλίζει και σου πιάνει αυτή τώρα τον ώμο.Δεν απαντάς.Την κοιτάς μόνο.Κι αυτό που θα ήθελες να της πεις αντί για γειά σου είναι μια φράση απο ένα διήγημα που διάβασες πέρσι.Σκουριάζει η αγάπη? ρωτούσε ένα παιδί.Σκουριάζει, ναι.Κι αυτό που μένει από το σίδερο είναι τόσο λίγο, που δεν φτάνει και τόσο πολύ ,που πονάει.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου